ἔντιμος

ἔντιμος
ἔντιμος, ον (s. τιμή; Soph. et al.; ins, pap, LXX, En, TestJob; AssMos Fgm. k; Jos., Ant. 15, 243).
pert. to being highly regarded because of status or personal quality, honored, respected
of rank distinguished ἐντιμότερός σου someone more distinguished than you (cp. Num 22:15) Lk 14:8 (ἔ. at a banquet: Lucian, Merc. Cond. 26).
esp. for one’s qualities esteemed, highly honored (opp. ἄτιμος) 1 Cl 3:3; ἔ. ἔχειν τινά hold someone in esteem (Pla.; Diod S) Phil 2:29.
pert. to being esteemed as someth. of considerable worth, valuable, precious (Ps.-Demosth. 56, 9; PLond V, 1708, 33 [VI A.D.]) of slaves Lk 7:2; Hs 5, 2, 2 v.l. Of stones (Diod S 2, 50, 1; Tob 13:17 BA; cp. Job 28:10) 1 Pt 2:4, 6; B 6:2 (in both cases Is 28:16).—DELG s.v. τιμή. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἔντιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἔντιμος — ἔντῑμος , ἔντιμος in honour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντιμος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι σε τιμή, τιμημένος. 2. τίμιος, ηθικός, ευσυνείδητος. 3. που γίνεται σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής: Έντιμη πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • Ἐντίμου — Ἔντιμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐντίμῳ — Ἔντιμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔντιμε — Ἔντιμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔντιμον — Ἔντιμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”